της Βικτώριας Δεληγιάννη
Λεβιάθαν
Είσαι μια άκαρδη σκύλα.
Είσαι παιδί.
Δεν είμαι παιδί! Μάλλον είμαι παιδί και γυναίκα ταυτόχρονα…
Και ό,τι άλλο εφήμερα επιθυμώ διεκδικώντας καθημερινές στιγμές ανεμελιάς και γαλήνης.
Φάλαινα, Φίδι, Κροκόδειλος, Δράκος, Δεινόσαυρος των βιβλικών χρόνων.
Ο Θεός με έπλασε για να παίζω μέσα στη θάλασσα.
Ψέματα.. Ο Θεός στην αρχή έπλασε δύο από εμάς. ΄Ένα αρσενικό και ένα θηλυκό.
Πλάσματα ατρόμητα και ακατανίκητα, ασυναγώνιστα σε χάρη, μορφή και κίνηση.
Φοβήθηκε όμως ότι ο πολλαπλασιασμός της γενιάς μας θα απειλούσε την πλάση και κατέστρεψε τον ένα από εμάς.
Εμένα; Μου χάρισε αθανασία για να απαλύνει τον πόνο για τον χαμό του συντρόφου μου.
Σε τι βοηθάει όμως η αθανασία, αν δε σε προστατεύει από τη δυστυχία της ρουτίνας;
Τις τελευταίες τρεις ώρες της ημέρας ο Θεός έρχεται και παίζει μαζί μου, μάλλον από τύψεις, μέχρι την Ημέρα της Κρίσης.
Τότε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ θα με λυτρώσει σκοτώνοντάς με.
Η σάρκα μου θα ταϊσει τους πιστούς δικαίους … (κατά τη γνώμη μου καταδικασμένους ) και το απαστράπτον φολιδωτό μου πετσί θα γίνει το καταφύγιό τους.
Εγώ όμως πλάστηκα εγωίστρια, ηδονίστρια και συμφεροντολόγα.
Τελικά, θα τα καταφέρω;
Μπορεί να μη μου λείπει γοητεία. Αλλά το να πλένομαι, να τρέφομαι, να συντηρούμαι για να είμαι η πιο όμορφη, η μοναδική για σένα με κουράζει.
Τα βλέμματα των άλλων αρσενικών με κολακεύουν αλλά δεν τα αντέχω πια.
Για εσένα ποτέ δεν θα είμαι αρκετή, ποτέ τόσο απαστράπτουσα, ποτέ τόσο τέλεια.
Ούτε για μένα;
Άνοιξε τα μάτια σου να δεις μέσα στα εκατοντάδες δικά μου.
Που λαμπυρίζουν σαν τις ηλιαχτίδες της ανατολής.
Γιατί ίσως να είμαι κάτι άλλο τώρα… Καί τώρα… Και πάλι τώρα.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς.
Επιθυμώ να είμαι παιδί.
Θέλω να γίνω γιαγιά.
Μπορείς να με ημερέψεις, να με κάνεις κατοικίδιο, να με βάλεις σε λουρί για τις μονάκριβές σου κόρες;
Δεν είμαι ο εντερικός σωλήνας των υπονόμων που πίστευες.
Δεν γίνομαι βίαιη για να μας «προστατέψω».
Είσαι το ανιδιοτελές γλυκό μου.
Άπαξ και γίναμε τρεις, θες να κάνουμε μια συμφωνία, οι δυο μας – για σένα;
Θες να γίνω η σκλάβα σου εφ’ όρου ζωής;
∞
Μάρκος Βαμβακάρης, Σκύλα Μ’ Έκανες Και Λιώνω