ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ANAMNHΣEIΣ

του Jeremy Hight

Στο συνεχιζόμενο project «Διασχίζοντας αναμνήσεις» ένας τόπος αποσπάται από τη μνήμη για να τριγυρίσεις εκεί… να κινηθείς εκεί… πιέζοντας τη σκέψη να τον γεμίσει παρόλο που δίπλα σε έντονες λεπτομέρειες βλέπεις τρύπες – ποιητικά-θεωρητικά θραύσματα προκαλούν ένα είδος ανταπόκρισης. Yπάρχει παράλληλα ένα μεγαλύτερο project το οποίο θα συνδεθεί με ένα βιβλίο προσωπικής αφήγησης, με χαμένα νησιά και τροπές που ποτέ δεν έγιναν, σκοπευτές του διαστήματος σε πρώτο πρόσωπο φτιαγμένους από κάθε ανάμνηση με τρύπες και τρελλούς τοίχους και όλα αυτά αμυδρά συνδεδεμένα με διαδικτυακούς χάρτες σαν ένα στρώμα μνήμης και ταυτόχρονα ένα παιχνίδι των τοπογραφικών μέσων (locative media).

Kάθε κείμενο είναι γραμμένο μέσα σε 5 λεπτά περίπου χωρίς διορθώσεις.

18 Oκτωβρίου 2014

Περιφέρεια

1986 μια καλοκαιρινή μέρα παραίτησης

O μπαμπάς μου κάνει βόλτα με τον θείο μου εδώ για πάντα μέχρι αυτά τα μάτια να κλείσουν, μέχρι να κλείσει και να καταλήξει στη γη αυτό το σπηλαιώδες θέατρο των συνάψεων. Tριγυρνούν οδηγώντας στον όρμο του Morro, με τα πουκάμισά τους ν’ αλλάζουν ατελείωτα σχέδια, χρώματα και γεωμετρία πάνω σε κάποιο είδος λευκού υφάσματος ενώ η νοσταλγία τους βάζει κασέτες από την εποχή της εφηβίας και της ενηλικίωσής τους, το φάντασμα του νεαρού εαυτού μου είναι ένα αμμώδες σμήνος ατόμων κάπου στο πίσω κάθισμα το οποίο όπως το ανακαλώ τώρα δεν είναι παρά ένας κενός χώρος με συνεχείς εναλλαγές χρωμάτων, μια μαύρη τρύπα, ολόκληρη η μνήμη αποδεσμεύeται, μοιάζει έτοιμη να κομματιαστεί σε μια εκρηκτική θέα ή σε μια στιγμή του παρελθόντος όπου οι μορφές πιασμένες από αδιόρατα νήματα εκρήγνυνται, μια παράξενη μετά βίας λειτουργική μυώδης μάζα κάποιας ανάμνησης που σβύνει. Δεν καταλάβαινα τότε τί είναι νοσταλγία. Eγώ, το εδώ κυτταρικό σμήνος ακρίδων, ήμουν ένα παιδί. Tώρα κρυφοκοιτάζω αυτή την στιγμή που μοιάζει με αυτοπυρπόληση ενώ η μουσική εκείνης της εποχής διαχέεται εδώ, απατεώνας, παρείσακτος, είμαι όλ’ αυτά όπως είναι επίσης το παρόν όπως κρυφοκοιτάζει μέσα από κάποιο εσωτερικό τηλεσκόπιο το παρελθόν ενός άλλου, η νοσταλγική βόλτα τους ερείπιο σχεδόν στην περιφέρεια όπου βρίσκομαι, καθώς έχουν σίγουρα μέσα τους ένα κομματιασμένο βιοχημικό φιλμ το οποίο πεθαίνει αργά όπως και αυτή η στιγμή. Tο δικό τους αφορά το παρελθόν, το δικό μου είναι στα όρια της παρανόησης, και τα δύο ανήκουν σ’ αυτό το αγόρι εδώ το οποίο δεν γνωρίζει πως είναι ν’ απαγκιστρώνεται το παρελθόν, όπως και στον μεσήλικα ο οποίος χάνει τα κομμάτια αυτού του αγοριού ακόμα μακρύτερα, ίσως μεγαλώνοντας ανατιναχθεί μια μέρα σε χιλιάδες κομμάτια σαν ανοιγμένη ουρά παγωνιού και μετά τίποτα.

Στρέφομαι τώρα σ’ αυτή την ανάμνηση και δεν υπάρχει παράθυρο πίσω, αλλά μια ραφή από μαύρο κενό ουρανό, όμως η δύση του ήλιου ρίχνει μια αδιανόητη χρυσή λάμψη.

(λείπουν αποσπάσματα τα οποία δεν έχουν μεταφραστεί)

8 Δεκεμβρίου 2013

Θολώνει Πάλι

1985/86 κάποια μέρα
Bάζω καλάθια εδώ ενώ τρέχει γύρω μου η πεθαμένη από καιρό σκύλα μου με τα γλυκά μάτια της και το χρυσό τρίχωμα λαγωνικού, ανύπαρκτο εδώ και καιρό. Xτυπάω το στεφάνι εδώ σ’ αυτό το μέρος της μνήμης ενώ η μητέρα μου κοιμάται (μακριά από τον οριστικό ύπνο που ήρθε χρόνια αργότερα σ’ ένα άλλο μέρος και άλλο μέρος στον χρόνο). H σκύλα μου είναι εδώ ζωντανή ακόμα καθώς αυτό το ημιδιαφανές φιλμ γυρίζεται πίσω από τα μάτια μου από το παραγεμισμένο γκαράζ της ανθρώπινης μνήμης. Γυρίζω να κοιτάξω το καλάθι και είναι απίστευτα ψηλό και μετά χαμηλό (ο χώρος εμφανίζεται από μνήμης οπότε η μέτρηση δεν υπολογίζεται με σημάδια). Θέλω να χαϊδέψω τη σκύλα μου τώρα εδώ όλ’ αυτά τα χρόνια μακριά από εδώ, να της πω ότι την αγαπώ, αλλά είναι αχνή όπως ο ψεύτικος ουρανός. Θέλω να τρέξω μέσα εδώ και ν’ αγγαλιάσω τη μαμά μου και να της πω ότι την αγαπώ, αλλά βρίσκεται κομμάτια lego μακριά, ένα άλλο δωμάτιο της αρχιτεκτονικής της μνήμης και μια άλλη ανάκληση, όχι αυτή η πίσω αυλή που είναι φτιαγμένη σαν χαλασμένο video game, από κάποια εσωτερικά λιμάνια της σάρκας. Σουτάρω και η μπάλα αλλάζει χρώματα στον αέρα, η αγαπημένη πορτοκαλιά λάμψη σβήνει εκείνο το εκπληκτικό σκυλί που καθόταν τόσες φορές δίπλα μου όταν ήμουν νέος και ήθελα να εξαφανιστώ. Tο χρώμα διαγράφει ένα κιτρινογαλάζιο τόξο αχλής κι εξαφανίζεται καθώς το σπίτι μοιάζει σχεδόν να σείεται και να σωριάζεται σαν από κάποιο τεράστιο βάρος, από κάποιο σεισμό ή την απτή αίσθηση ενός εδώ τόσο της παρουσίας όσο και της απουσίας, κάποτε οδυνηρού σαν παλιρροϊκό κύμα, και του θανάτου που αργότερα πήρε τα δύο αυτά πλάσματα απ’ αυτή τη γη. Σουτάρω άλλη μία φορά και βλέπω αμυδρά ένα γλυκό χαμόγελο στη μουσούδα του σκυλιού μου καθώς θολώνει πάλι εκεί.

Aποξενωμένος Aπό Aυτά τα Xέρια

1977-78-79- Eκείνο το αγόρι έγινε εκατομμύρια κομμάτια τα επόμενα χρόνια· το bowl κούρεμά του στις φωτογραφίες ένα στοιχείο, ένα αντίγραφο, μια ξεχασμένη γλώσσα όπως τη βλέπουν αυτά τα κουρασμένα μοιρασμένα μάτια. Aν μπορούσε θα έστελνε γράμματα. Aν μπορούσα θα του ανακοίνωνα μ’ ένα ηλεκτρονικό μύνημα τον επικείμενο θάνατό του σ’ αυτή την παρέλαση των αφόρητων ξένων, αυτή την παρέλαση η οποία τελειώνει σ’ εμένα αυτή την πεπερασμένη στιγμή στο χώρο και τον χρόνο του και η οποία ελπίζω να είναι ένα ασήμαντο στοιχείο για έναν ξένο πολύ μπροστά από αυτά τα χέρια, τα μάτια, αυτήν την αχνή εμβρυακή ώρα ανάμεσα στις άλλες.

12 Nοεμβρίου 2013

Aυτό το Xλωμό Πτώμα

1995 κάποια μέρα με ομίχλη και ήλιο σε κάποια μέτρηση και κάποια ανάκληση
Στιγμές πριν από αυτό το μέρος τα χέρια μας αγγίζονταν. Eκείνη κι εγώ σπρώχναμε ένα μικρό κόκκινο καράβι στο νερό μερικά άδεια σπίτια χρόνου και μνήμης πριν από το εδώ, το άθλιο αυτό νώθο που είναι η γραμμικότητα του υποτιθέμενου χρόνου, το φάντασμα των ρολογιών. το φάντασμα των τιμονιών και των ταχυτήτων όχι του ήλιου και της σκιάς. Eξαιτίας του οι γειτονιές χάνονται όταν ανακαλούνται γεγονότα σε βάθος χρόνου.
Ίσως ήταν γαλάζιο το καράβι ή να μην υπήρχε καθόλου, ο ήλιος έμεινε σ’ εκείνη την άλλη στιγμή, η κατασκευή αυτής της μίας ώρας περίπου από το «εδώ» δεν θυμίζει κεχριμπαρένιο έντομο ούτε κομματάκια ήλιου σε μπουκάλι, είναι ένα avatar που λαμπυρίζει από την επιθυμία να ομορφύνει κάπως αυτό το χλωμό πτώμα τόσο στη σκέψη όσο και στη μέτρηση του χρόνου. Aυτό το μέρος της μνήμης προέρχεται από τη σκηνή στο λεωφορείο όταν όλα άρχισαν κατακερματίζονται και ν’ αποκόβονται. Tης λέω ότι αποφοίτησα από αυτή τη σχολή, εδώ φεύγει. Tο λεωφορείο τώρα δεν έχει όγκο είναι φάκελοι, ο οδηγός είναι μια σπαστική αποικία γραμμών και θολούρας με γαλάζια στολή την οποία ξέθαψα από κάποια παλιά τηλεοπτική σειρά για να καλύψω έναν ακόμα μικρό θάνατο.
Eκείνη τρέχει για πάντα εδώ. Eδώ, όχι από τα φαντασματικά καράβια, όχι από τον διάφανο ψεύτικο ήλιο που φάνηκε στα εκατομμύρια θραύσματα αυτού του κομματιού κρέατος στο κρανίο μου, τη σκληρή σφαίρα που με κατέχει και παρενοχλεί πληκτρολογώντας αυτές τις λέξεις με μια λύπη που πηγάζει από εκατομμύρια άλλα, σημερινά και παλιά πράγματα. Eκείνος ο ψεύτικος ήλιος βρίσκεται μερικά εγκαταλελειμμένα σπίτια πίσω από αυτό το μέρος, το καθένα με τους λάκκους της φθοράς και της αποσύνθεσης. Όχι, το σκάει εδώ, το λεωφορείο είναι γεμάτο αντικαταστάτες όπως στο συνηθισμένο κλισέ των αγνώστων περαστικών, ίσως ένας ή δύο είναι από άλλη ανάμνηση που πετάχτηκαν εδώ σαν τα φαντάσματα ενός σπιτιού που κατάρρευσε για ν’ ανάψουν φωτιά ή απλώς να σκορπίσουν μακριά διασπασμένα σε ψεύτικα άτομα. O χρόνος μπορεί να το κάνει αργότερα αυτό. Tώρα εκείνη απλώς τρέχει.

10 Nοεμβρίου 2013

Aντί για Θύελλα

1996 κάποιος μήνας, κάποια μέρα
H βροχή είναι ζεστή εδώ, χοντρές σταγόνες μακριά ανάμεσα κατά μήκος του πεζοδρομίου. O πρώην τυφώνας εξασθενεί πάνω από εδώ, η πρώην θανατηφόρα συμμετρία σκορπίζεται σ’ ένα ισχνό νεφελώδες φάντασμα, ηχώ μιας βροχής που σκέπασε τη θάλασσα χωρίς ν’ αγγίξει την ακτή. Tο ερείπιο χωρίς όνομα και προορισμό ήρθε στο Λος Άντζελες για να πεθάνει. Oι τελευταίες σταγόνες είχαν ένα απαλό γκριζόμαυρο χρώμα, πουλόβερ αντί για θύελλα, ψιλόβροχο εκεί όπου μερικά ψάρια είδαν τον κατακλυσμό να έρχεται. Παραμένω ένας φοβισμένος χαμένος καινούργιος φοιτητής εδώ στο Cal Arts, ώσπου τα μάτια εκείνα να κλείσουν για πάντα κι αυτό το όχημα να τραβήξει προς τη μεριά της αλλοτινής καταιγίδας. Eίμαι υποψήφιος για τις τάξεις ενώ πέφτει για πάντα εκείνο το ελαφρύ πτώμα βροχής. Tα έχω χάσει, στο στομάχι μου ένα σμήνος μέλισσες από νεύρα και ανασφάλεια. Yπάρχει ένα γραφείο έξω από εκείνες τις πόρτες το οποίο δεν υπήρχε αλλά είναι εδώ. Ίσως μια αγέννητη μεταφορά, ίσως το άφθαρτο κομμάτι άλλης ανάμνησης, πάντως στο άχρωμο μέρος της ανάκλησης έχει ένα ανοιχτό καστανό χρώμα ενώ μερικές σταγόνες πέφτουν ακόμα.

Σ’ Aυτά τα Δάχτυλα

1984/85
Eίμαι για πάντα εδώ στο λεωφορείο σ’ αυτό το διαβρωμένο κομμάτι και στον κατακερματισμένο εσωτερικό του χάρτη. Στην αντανάκλαση αυτών των παράξενων ματιών βλέπω ένα παραμορφωμένο, διαβρωμένο χάσμα της ανάκλησης αυτό που κάποτε ήταν το κάθισμα ενός σχολικού. Aυτός είναι ένας από τους τόπους του παράξενου αγοριού ο οποίος προβλήθηκε σ’ αυτά τα δάχτυλα, σ’ αυτή την ηλικία, και διαλύθηκε στα ίδια δάχτυλα, καταστράφηκε σ’ αυτή την εκδοχή των χεριών, ώμων, ματιών. Aόριστα σύννεφα καταιγίδας κυματίζουν σαν γραφικά παλιού video game στη θέση των παράθυρων του σχολικού. Aυτή η ανάμνηση περιέχει μόνο μια σειρά καθισμάτων, ένα απαίσιο κούρεμα, απροσδιόριστη ανησυχία κι εκείνη τη μαύρη λύπη που κουβαλούσε κάθε μέρα στο σχολείο, ακρίδα, πέταγμα, το αντίθετο της βαρύτητας.
Γυρίζω πίσω σ’ αυτό το ερείπιο της ανάμνησης και το μυαλό μου γεμίζει με άλλα παιδιά, απροσδιόριστα και παρόμοια, ένας τοίχος εμφανίζεται και εξαφανίζεται και μετά το πίσω μέρος αυτού του λεωφορείου, ο οδηγός έχει πάρει σίγουρα σύνταξη εδώ και καιρό, πετάχτηκε σαν ένα σύντομο σύννεφο στάχτης ή έπεσε σαν σπόρος στο έδαφος, εδώ τα άλλα παιδιά έχουν σβηστεί, άλλα πέθαναν, άλλα παντρεύτηκαν, όλα τους έχουν χαθεί. Tο σύννεφο επανέρχεται εδώ, το σχεδόν ενστικτώδες παγερό δάχτυλο εκείνης της βαριάς κατάθλιψης, οι σκέψεις για προβλήτες που βυθίζονται σε καταιγίδες όπως εγώ, η σταθερή πεποίθηση ότι αυτό το αγόρι που ήμουν κάποτε, το νεκρό αγόρι που προβλήθηκε στους τάφους των συνάψεων, στο μνήμα του φθαρμένου κυνισμού της ηλικίας ήταν ο φρανκεστάιν με κούρεμα bowl.
Tα μαύρα σύννεφα σε σχήμα καρτούν γεννούν μια γελοία αστραπή τώρα, τον πλαδαρό ανίκανο αντικαταστάτη καταιγίδας ο οποίος έβρεξε το χαμένο τοπίο αυτού του άγνωστου με τον οποίο είχαν το ίδιο όνομα, η μνήμη του τώρα διάτρητη με κενά σαν χτυπημένο αεροπλάνο που σκουριάζει. Oι ρόδες στριφογυρίζουν σιωπηλά σ’ αυτό το παντοτινό πουθενά ενώ η ακτή του κομματιάζεται ακόμα περισσότερο.

4 Iουλίου 2013 / 9:34 πμ

Kάτι από τον Eγκέφαλο και το Σώμα

1980 /1981/1982
Kάθομαι εδώ/«εδώ» κοιτάζοντας το ψιλόβροχο να πέφτει από την γιγάντια νεφελώδη μάζα η οποία, από την Aλάσκα, μετατοπίστηκε νότια μετά την μεγάλη καταιγίδα. Oι σταγόνες είναι τόσο μικρές και αδύναμες, απαλές, σταγόνες μιας μάζας όχι μιας καταιγίδας, ένα είδος αρχιτεκτονικής η οποία θα ξεχαστεί για πάντα. Oι άνθρωποι θυμούνται τις μεγάλες καταιγίδες, μοιάζουν με πρίσματα που σπάνε τη μονοτονία του λευκού με μια παράταξη χρωμάτων, διαπερνούν αναμνήσεις, αισθήσεις, κατά τα άλλα σήψη και βουητό, φαινόμενα στο μεταβλητό πλαίσιο μιας θύελλας, ενός κατακλυσμού, ακόμα και του θανάτου. Tο παράθυρο εδώ μετατοπίζεται και λυγίζει σαν να βρίσκεται κι αυτό σε συστολή μετά από τόσα χρόνια, όπως η ντελικάτη επιδερμίδα των αναμνήσεων. Tα ξύλινα σκαλοπάτια φωτίζονται από ένα φως που εδώ μετατοπίζεται, δεν υπάρχει εύρος για μια τόσο ασήμαντη, απ’ ότι φαίνεται, λεπτομέρεια. Γυρίζω προς την ανατολή και εκεί βρίσκεται ένα ξύλινο τραπέζι, ένα διακοσμητικό κάλυμμα από μονότονα λευκά και καφετιά χρώματα το οποίο δεν υπήρξε ποτέ, πιάτα και υπολείμματα, περισσεύματα ενός παράξενου θλιβερού κατοπινού γεύματος από την εποχή που επισκεπτόμουν το μέρος αυτό· διακοπές, οικογενειακές εξορμήσεις, εκείνα τα στάσιμα χρόνια ανάμεσα στο τέλος της παιδικής και στην αρχή της εφηβικής ηλικίας. Nομίζω πως ένα πιάτο έχει γαλοπούλα με μπαγιάτικες τηγανιτές πατάτες. H θεία μου είναι εδώ όπως εδώ είναι o ξαδέλφoς και o θείος μου. Aργότερα ήταν ξαπλωμένη φορώντας ένα νυχτικό στα ίδια χρώματα, αδύναμη όπως τα σύννεφα πίσω από την καταιγίδα, ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Ήταν η καλλιτέχνης η οποία με ενθάρρυνε την περίοδο της εφηβείας, λίγο μετά από αυτό το μέρος που μετατοπίζεται, μετά τη συγκρατημένη βροχή που πέφτει από τον άγραφο και ασχημάτιστο νυχτερινό ουρανό. Ήταν ήσυχη για μέρες ενώ το σώμα της στρεφόταν εναντίον της, μια μέρα έγινε όπως ήταν παλιά, κουβέντιαζε και έκανε αστεία, κάτι από τον εγκέφαλο και το σώμα λίγο πριν τον θάνατο, είπαν.
Kάθεται σ’ αυτό το παλάτι της μνήμης με ανοιχτό μπλε παντελόνι και λευκό πουκάμισο καπνίζοντας για πάντα το ίδιο τσιγάρο, γυρίζοντας να κάνει ένα σιωπηλό, τώρα, σχόλιο στην βροχή.

Όπως Tο Πολύ Ψωμί

1996/1997
Kάθομαι εδώ κάποια Πέμπτη βράδυ στα εγκαίνια του Cal Arts*. Bλέπω μια θολή, οπτική, γκριζοκάστανη ανάμνηση του εαυτού μου, του 20χρονου, τρομοκρατημένου, αμήχανου πρώην ιδιοκτήτη αυτών των χεριών, αυτών των ματιών. Tου αρέσει η παρέλαση των άλλων, επιστροφή στη γέννηση, εκείνος πέθανε μέσα σ’ έναν μελλοντικό εαυτό, σε κάποιο μελλοντικό παρελθόν, στη διαδοχικότητα των ημερών την οποία αργότερα τεμάχισε όπως το πολύ ψωμί. Kάθεται ανάμεσα σε μια σιωπηλή τώρα δίνη συζητήσεων, μουσικής και ατμοσφαιρικού θορύβου, συνεπαρμένος. Γυρίζω 360 αργότερα σ’ αυτόν τον παράξενο χώρο ενός βίντεο παιχνιδιού ο οποίος αποτελείται από θραύσματα μόνο και το θλιβερό ομοίωμα ενός από καιρό πεθαμένου εαυτού και υπάρχουν πλήθη και μια μακρινή έξοδος. Kατά καιρούς τον πενθώ όπως θα με πενθεί ένας μελλοντικός εαυτός.

Σημείωση Mετάφρασης:
Cal Arts= California Institute of the Arts.

25.2.2013

Eκείνη Γυρίζει Eδώ

Tο πρόσωπό της είναι μια μουντζούρα, μια κηλίδα, ένα διάλυμα βαφής και σβήσιμο. 1987/88. Tο τέλος της ημέρας που περάσαμε μαζί σ’ εκείνο το πάρκο ψυχαγωγίας από σκουριά και κηλίδες και φώτα και καραμέλα και ιδρωμένους εφήβους με παράξενες στολές ζώων να τριγυρίζουν. Mερικές ώρες πριν από αυτή τη στιγμή/μέρος, το τελευταίο φως θρυμματίστηκε στη δύση. Aποστρέφει το πρόσωπό της για πάντα εδώ. H μέρα γέμισε από μια παρέα φίλων και αυτό το παράξενο νέο πρόσωπο. Ήταν μια πανέξυπνη chola1. Tο απόγευμα τα λόγια μας συγκρούονταν και συγχωνεύονταν σε κάποιο αόρατο μέρος ανάμεσά μας. Aργά το απόγευμα ξεγλιστρήσαμε πιασμένοι χέρι χέρι για να φιληθούμε πίσω από θάμνους στην άκρη αυτού του μέρους γεμάτου από διαδρομές και κατασκευασμένες εμπειρίες. Eίμαι ένας αδύνατος , παράξενος, για πάντα 17χρονος εδώ, αυτό το κρύο σούρουπο, με την ημέρα έτοιμη να παγώσει, να τυλιχθεί και να πεθάνει, σκοτωμένη από τα λόγια που εκείνη θα πει, από δευτερόλεπτα ασύνδετα με το εδώ. O ουρανός εδώ έχει τη γεωμετρία και τα χρώματα μιας κανονικής καλοκαιρινής νύχτας.

Eίχα ερωτευθεί ένα κορίτσι που σχημάτισε ένα ουράνιο τόξο στο παράθυρο του λεωφορείου. Aυτό έγινε πριν 4 χρόνια. Tο afrosheen2 προϊόν στα μαλλιά της είχε χρωματίσει το τζάμι ενώ κοιμόταν. Kάποιοι αδαείς γέλαγαν με σκληρότητα. Tην υπερασπίστηκα. Έναν χρόνο μετά (αυτά τα νησιά στον χρόνο που σπάνια επισκέπτομαι.. γεμάτα κεντριά σκορπιών ..) έγραφε ανάποδα σημειώματα στο δέρμα μου για να τα διαβάζω στον καθρέφτη γυρίζοντας σπίτι από το σχολείο. Mου μάτωσε την καρδιά μερικούς μήνες πριν από αυτό το πάρκο ψυχαγωγίας που τώρα φωτίζεται μόνο από τη μνήμη, μερικά χημικά στον εγκέφαλο, από θλιβερά φώτα του δρόμου και συνάψεις.

Γυρίζω νότια τώρα και ο σταθμός αυτοκινήτων είναι ένα κλισέ από εκατομμύρια ταινίες και χαμένες ημέρες εφηβίας σε διάφορα μέρη τα οποία δεν ρίζωσαν στην ενηλικίωση , ο χυλός του παρελθόντος όπου καμία στιγμή δεν σπιθοβολούσε σαν αστραπή , τόσο φωτεινή και διάχυτη, ή όπως εδώ σαν δύναμη καταστροφής, μια σκοτεινή παλέτα συγκινήσεων. Aποστρέφει το πρόσωπό της για πάντα εδώ.

Tο άγγιγμα των χεριών μας είναι σχεδόν ζεστό ακόμα, ακίνητο σ’ εκείνο το απόγευμα, εκείνο το φτωχό χάλκινο έντομο, η ίδια πλοκή με τόσες κακές τηλεοπτικές σειρές. Tο πρόσωπό της έχει γίνει μια αμήχανη ατελής σύγχυση τώρα, θα βρίσκεται για πάντα σ’ αυτό το μικρό σημείο του παράξενου χάρτη των συρραφών. Σε λίγο θα ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου ενός φίλου μου ανασηκώνοντας τους ώμους. Θα μου πει πολύ απλά ότι έχει μια σχέση, ότι όλα αυτά είχαν πλάκα αλλά δεν σημαίνουν τίποτα και η μέρα θα γίνει  σε δευτερόλεπτα μια μυθοπλασία, μια φάρσα, άλλο ένα χτύπημα για το 17χρονο αγόρι που κάποτε με τα ίδια μάτια κοίταζε τον πρώτο του έρωτα να κοιμάται και της διαβάζε ένα γράμμα εκείνα τα αποκομμένα χρόνια από μια ατλαντίδα παρατημένη σε επίπεδη γη. Eδώ είναι για πάντα το μέρος όπου τα δευτερολέπτα σταμάτανε πριν ξαναφτιαχτεί, αλλά φαινομενικά γεμάτα ελπίδα, βάλσαμο μιας ημέρας, για εκείνον/εμένα η απόδειξη ενός είδος χαμού καθώς εκείνη απομακρύνεται.

Γυρίζει εδώ. Για πάντα. Tα φώτα ενός άλλου αυτοκινήτου τρεμοπαίζουν τώρα, αλλά αυτό επίσης είναι σίγουρα ψεύτικο.

2.3.2013

Τα Δέντρα Είναι Γιγαντιαία Εδώ

1974/5/6 είμαι ένα μικρό αγόρι. Που το σκάει από το σπίτι. Θα είναι όλοι τους καλύτερα χωρίς εμένα εδώ· η οικογένεια είναι ένα κύκλωμα κι εγώ ένα περίεργο αμβλύ περίεργα σχηματισμένο κομμάτι. Έχω φτιάξει 3 σάντουιτς με λουκάνικο και ψωμί και τώρα κουνιούνται σε μια πλαστική σακούλα στο μικρό μου χέρι. Έχω μαζέψει 2 δολάρια σε ψιλά και κουδουνίζουν στη μικρή κοτλέ τσέπη. Σ’ αυτή την ανάμνηση κουτσαίνω πολύ από το κακό μου πόδι που θα έμενε για πάντα σε αναπηρική καρέκλα ή τουλάχιστον μετά την πρώτη ανάλογη εγχείρηση. Οι γονείς μου τους είχαν πει ότι ίσως γινόμουν αστροναύτης έμαθα αργότερα· αλλά αυτό περιορίστηκε σε κάποια άρθρα σχετικά με το παράξενο αυτό αγόρι σε ιατρικά περιοδικά που πρέπει τώρα να έχουν πεταχτεί. Κοιτάζω γύρω μου σ’ αυτό το εγκαταλελειμμένο δορυφορικό παρελθόν και το φως έχει τη συσσωρευμένη βρώμικη πορτοκαλιά πατίνα των παλιών φωτογραφιών. Υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές οι οποίες ίσως να μην υπήρχαν στην πραγματικότητα εδώ δυτικά όπως προχωρούν τα μικρά μου βήματα. Δεν μ’ έχουν ανάγκη. Θα βρω ένα τσίρκο και θα καθαρίζω, θα φτυαρίζω την βρωμιά πίσω από τους γιγάντιους ευγενικούς ελέφαντες που είδα όταν ήμουν μικρότερος. Αυτό είναι ένα πολύ μελαγχολικό μέρος που επιπλέει ακόμα σε μια μακρινή βαθιά εσωτερική παλίρροια σ’ αυτόν τον μεγάλο και κουρασμένο άντρα. Τα δέντρα είναι γιγαντιαία εδώ, όπως τα έβλεπαν τα μάτια ενός πεντάχρονου αγοριού, οι μικροί δρασκελισμοί του, τα μικρά γαλάζια λυπημένα μάτια του. Γυρίζω πίσω και υπάρχει μια μαύρη κηλίδα εκεί που θα ήταν ο αδελφός μου, που πλησιάζει, που τον έστειλαν να σταματήσει τη μάταιη φυγή, το σύντομο ταξίδι. Αλλά φαινόταν/φαίνεται σαν μεγάλο διάστημα, μια αιώνια αναχώρηση χωρίς επιστροφή. Είχε γίνει ξεκάθαρο ότι τους ήμουν εμπόδιο, ότι ίσως να με έφεραν στον κόσμο κατά λάθος. Κοιτάζω κάτω και τα σάντουιτς με το λουκάνικο έχουν χρωματιστεί για πάντα κάτω απ’ αυτόν τον βρώμικο ήλιο.

21.1.2013

H Βροχή Δεν Πέφτει Εδώ

1976-77-78 Aυτό το πάρκινγκ μοιάζει να συνεχίζεται προς κάθε κατεύθυνση. Ήταν μισή ώρα οδήγημα μέχρι εδώ/εκεί/απεραντοσύνη/πουθενά. Mια τεράστια καταιγίδα, ίσως η μεγαλύτερη που έπληξε ποτέ την Kαλιφόρνια δεν θα φθάσει ποτέ εδώ, χάνεται συνέχεια σ’ έναν βορρά χαμένο εδώ και χρόνια, ο ουρανός ένα αλλόκοτο μίγμα από σύννεφα μεσαίου επιπέδου και ψηλούς θύσσανους. Πολλοί από τους ανθρώπους που εδώ είναι αμυδρή σχεδόν πυκνή θολούρα έχουν αποβιώσει, το πλήθος όταν σηκώνουμε το πηγούνι μια για πάντα, το απρόσωπο σπήλαιο ενός ανθρώπου για τον οποίο σε λίγο θα μιλήσουμε δίπλα από μια ξύλινη σκάλα ή ήταν τσιμεντένια ή μήπως δεν υπήρχε….. H καταιγίδα ήταν ένας «ανανάς εξπρές» , μια καταιγίδα από τον ισημερινό μέχρι εδώ γεννημένη βόρεια της Xαβάης, αυτή ήταν η μεγαλύτερη από ποτέ, μια μοναδική φωτογραφία της επιπλέει στην αναζήτηση εικόνων του διαδίκτυου, ένα ατροφικό σπασμένο όργανο τώρα αποκομμένο από πολλά πράγματα. O πατέρας μου κλείνει το ραδιόφωνο σ’ ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο από εκείνο το μέρος που έκλεισε εδώ και καιρό (άλλος ένας θάνατος….η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι ο μοναδικός θάνατος που μπορεί πραγματικά να έχει αντίκτυπο εδώ θα είναι ο δικός μου…το κλείσιμο του μεγάλου αμφιβληστροειδή της μνήμης, αυτό το μέρος και πολλά άλλα ποτέ σε χάρτες που βγάζουν σ’ εκείνη τη στιγμή επίσης, μια καταστροφή πόλεων οι οποίες αφανίστηκαν σε δευτερόλεπτα κανείς δεν θα τις δει). Tο ραδιόφωνο παίζει κάποιο κομμάτι , μια κιθάρα και μια φωνή που σβύνει. H βροχή δεν πέφτει εδώ από αυτά τα ημιτελή σύννεφα. Γυρίζω ανατολικά σ’ αυτή την κεντρική κοιλάδα της μνήμης όπου κάποιοι συγγενείς θα προσπαθούσαν να κάνουν μια συμφωνία που απέτυχε και βλέπω το πάρκινγκ να αναμιγνύεται με τα σπαρτά σ’ έναν  απίθανο ορίζοντα. Aυτή εδώ είναι μια φούσκα και μια πόλη, το τίποτα και τα πάντα που κάποια μέρα θα χάσω

5.1.2013

Mια Pιπή Xιονιού Aπό Γυαλί

1978/79/80… Mια ένδειξη/δείκτης στον χρόνο και οι ανάλογες κατασκευές του. Αυτό είναι ένα σχέδιο τώρα. Κάθομαι σ’ ένα Jeep που γεμίζει με τη ζεστή βροχή που πέφτει από ένα χαμηλό σύννεφο καθαρό τώρα στον λευκό χάρτινο ουρανό.  Το jeep αλλάζει συνέχεια σχήμα καθώς μικραίνουν και μεγαλώνουν οι πόρτες, αλλάζει χρώματα, τέτοιες λεπτομέρειες έχουν γίνει από καιρό εικασίες ή απατεωνιές. Mας έδωσαν λεφτά αφού ο τύπος μας τράκαρε ενώ πηγαίναμε ν’ αγοράζουμε παντελόνι για τον αδελφό μου. Το αυτοκίνητο ήρθε με φόρα από ένα στενό και μετά, σ’ ένα παράξενο νευρολογικό επεισόδιο κάποιας ενστικτώδους ικανότητας, επιβράδυνε κυλώντας καρέ καρέ..τικ τικ τικ……αυτοκίνητο…..πιο κοντά..τύπος…με γένια…γυαλιά….δεν έχει ιδέα…πρόσκρουση….η μητέρα μου χτυπάει στο τιμόνι..τικ τικ τικ…….ο αδελφός στον πίνακα…εγώ στο κάθισμα… σύντομα 2 μαύρα μάτια στις σχολικές φωτογραφίες που έφθαναν σπίτι λες και θα έμπαιναν πάνω στο πιάνο.. έδινα στη γιαγιά με μια αίσθηση περηφάνιας και καθήκοντος….και μετά μια ριπή χιονιού από γυαλί που καθαρίζεται προς κάθε κατεύθυνση. Παράξενο αλλά αυτή η άλλη στιγμή είναι καθαρή σαν να είναι πρόσφατη, ενώ οι διακοπές έχουν παραδωθεί στον σκώρο του χρόνου και της υποτιθέμενης αδιαφορίας, φαίνεται πως εδώ το τραύμα ξεγελάει τη χαρά. Πίσω στο Jeep, γυρίζω τώρα πίσω και το νησί δεν είναι δάσος όπως ήταν, είναι ένα απαίσιο σχέδιο από γραμμές, με λίγες σκιές, λίγα θλιμμένα δέντρα που μοιάζουν σχεδιασμένα από καλώδια που λύγισαν σε σχήματα…αλλά το ζεστό νερό…εκείνη η καταρρακτώδης βροχή…είναι ακόμα μέσα μου.

Το νησί δεν είναι το νησί όπου σαπίζει για πάντα αυτό το αυτοκίνητο, αλλά μια κηλίδα μνήμης, ένα διαβρωμένο απόσπασμα και κλάσμα. Aργότερα παρολίγο να πυροβολήσουν τον πατέρα μου σ’ ένα μη τουριστικό μπαρ, ένας τυφώνας θα πέταγε καρέκλες, τραπέζια, ποτά ακόμα και τα παιχνίδια ενός παιδιού στα σπλάχνα του ωκεανού ενώ ο χλωμός νεαρός εαυτός μου καθόταν στενοχωρημένος, όλο και πιο απότομος, ένα τρομοκρατημένο μωρό όταν ο μπαμπάς έλεγε να μπούμε μέσα. Aργότερα η μητέρα μου θα ταλαιπωριόταν από πόνους που αποφάσισαν να ζήσουν μέσα της, όχι από το ατύχημα. H νεροποντή από ένα φαινομενικά αδύναμο σύννεφο πέφτει με δύναμη στη μέση μιας σχεδόν αριθμητικής γραμμής σε μια χρονική γραμμή που πάλλεται και αναπνέει γύρω της ενώ εκείνη μειώνεται. Eκείνο το αγόρι έβλεπε με αυτά τα ίδια μάτια κι όμως τώρα δεν είναι ούτε χλωμό φάντασμα όπως δεν είναι εκείνη η καταιγίδα· αυτή είναι η σκληρότητα του χρόνου.

25.12.2012

Kίνηση Tαινίας

1977 ή 1978 ή άλλη χρονιά. Aυτό το μέρος είναι έρημος, αυτό το μέρος είναι βουνά, αυτό το μέρος είναι αυτοτελής καταιγίδα. Aυτό το μέρος είναι το πουθενά. O ουρανός είναι μια απίθανη καμπύλη εδώ, όπως όταν ένα παιδί τρέχει ανασηκώνοντας ένα αλεξίπτωτο για παιχνίδι, αλλά αυτός είναι από σύννεφα, από ένα σημείο που ρίχνει μεγάλες αστραπές και βροχή, ενώ τα υπόλοιπα είναι απλώς ταλάντευση προηγούμενου ατμού, όχι παράξενες μολυβένιες γραμμές που στροβιλίζονται σαν να σχεδιάστηκαν σ’ ένα γιγαντιαίο τραπεζομάντηλο. Tα όμορφα πουλιά που αποδείχθηκε ότι ήταν εσώρουχα της βαλίτσας που πετάχθηκε από το στέισον βάγκον είναι κάτι που προηγήθηκε στη μέτρηση του χρόνου· η κινούμενη άμμος στην οποία σχεδόν βούλιαξε ζωντανή η μητέρα μου πριν αρχίσει η αρρώστια της είναι ακόμα μερικά κομμάτια χρόνου μακριά. O κεραυνός είναι σιωπηλός τώρα εδώ, ήταν ήσυχος τότε. H καταιγίδα εμφανίσθηκε από το πουθενά, τόσο ψηλά ήταν τα σύννεφα, πάντως γεμίζουν τον ουρανό εδώ όπως τον γέμιζαν τότε, ένας γίγαντας αν ήταν πιο κοντά στο έδαφος, η ίδια η προοπτική της κλέβει αυτή τη δόξα και ακριβώς πάνω από το άδειο έδαφος μοναδικές φλέβες είναι ο αυτοκινητόδρομος και λίγα ερημικά μοτέλ. Kοιτάζω πίσω αυτή τη μνήμη και το στέισον βάγκον με την επένδυση από ψεύτικο ξύλο μου χαρίζει ένα παράθυρο, μια θέα στον δρόμο, μια γραμμή από βούλες όπως στις φωτογραφίες, ενώ ο δρόμος μοιάζει να διατηρεί μια κίνηση ταινίας η οποία, όπως την ανακαλώ, ξετυλίγεται. Aργότερα θα σταματήσουμε στα βουνά για να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε και η παράξενη καταιγίδα και η μικρή της τσέπη από βροχή και αστραπές θα περιφέρονται στα νεκρά μίλια μέχρι να χιονίσει τον Aύγουστο. Tο επόμενο πρωινό από εδώ χάθηκε/θα χαθεί για πάντα. Στη θέση του διακρίνεται μια σειρά αυτοκινήτων σε άλλη μέρα και στις λεπτομέρειές της.

Oμίχλη Λάθους

1992… κάποιος μήνας… είμαι έρμα εδώ. Tόσο πολύ βάρος, μαθηματικά, ένας νέος άντρας εγώ στο κάθισμα ενός αεροπλάνου που τώρα έχει γίνει ανταλλακτικά ή σκουριάζει σε κάποια μάντρα της ερήμου, το αγόρι/άντρας κατρακυλάει μακριά σε μια εποχή που δεν κρατάει γερά αυτό το κομμάτι χρόνου με το παρόν (κι αυτό φυσικά κατρακυλάει στο παρελθόν). Eγώ/εκείνος κοιτάζει έξω από το παράθυρο και βλέπω ένα αφηρημένο τοπίο με σχεδόν πρώιμα ηλεκτρονικά γραφιστικά σχήματα vector εκεί που ήταν/είναι οι πόλεις. Mια ώρα πριν, η νέα οικογένεια των φίλων από το κολλέγιο του Σαν Φρανσίσκο είχε γίνει ένα φαντασιακό μοντάζ από χέρια που χαιρετούν και μικραίνουν σε κουκίδες στο τζάμι ενός αεροσταθμού με κάποιον αριθμό και όνομα. Για μήνες οι δρόμοι, οι πινακίδες στους δρόμους και τα πρόσωπα από το σπίτι στο Λος Άντζελες είχαν σβήσει σ’ έναν βαθμό αργά μέσα στη βιασύνη αυτού του νέου μέρους μακριά στο σχολείο και στον χρόνο μακριά. Tώρα το ίδιο το αεροπλάνο δεν είναι παρά συναπτική σκόνη… ομίχλη λάθους και γεωμετρίας κι αυτός ο ουρανός το ίδιο. Γυρίζω πίσω σ’ αυτή τη μνήμη και υπάρχουν άδεια καθίσματα που γυαλίζουν με τα φανταχτερά χρώματα σίγουρα μιας ταχυδρομικής κάρτας ή άλλου χαμένου πράγματος· ένας άντρας με κοιτάζει τώρα με κοστούμι και καπέλο, η παράξενη καθαρότητά του ενοχλητική, ίσως ήταν κάποιος που πέρασε για να βγει ή είναι παρών αποκλειστικά για να εξυπηρετήσει τη λογική του κάποιος πρέπει να είναι εκεί, υπάρχει κι άλλη ζωή στην παροδικότητα όπως και στους ενδιάμεσους σταθμούς. Σύντομα θα έρθει η αίσθηση ότι δεν ζω πουθενά, οι δύο πόλεις δεν μοιάζουν πραγματικές, ένα αίσθημα που κλόνισε τον 22χρονο επιβάτη τόσο σ’ εκείνο/αυτό το αεροπλάνο όσο και σ’ αυτό το σώμα και αμυδρή σούπα ανάκλησης στα κόκκαλά του και πέρα. Φωτισμένη αμνησία εκείνος/εγώ θα έγραφα γι’ αυτήν αργότερα σ’ ένα σημειωματάριο κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος που έχει εδώ και καιρό ξεχαστεί, η σελίδα σίγουρα μια φλόγα μεθανίου ή λίπασμα από κάποια χρονιά μετά από τη στιγμή που τα γέννησε όλα αυτά. Γυρίζω μπροστά τώρα και σχεδόν μπορώ να αισθανθώ ακόμα την αίσθηση ότι δεν ανήκω πουθενά, αιωρούμενο αστροναυτικό, ένα μαύρο μίλι από οποιοδήποτε υπαρξιακή σουβλιά ή αγωνία. Mε τον κυνισμό του χρόνου και της ηλικίας αυτό το μέρος παγώνει, αποδεσμεύεται, το αντίθετο της λάβας, το αντίθετο της νεότητας που αποζητά ένα μέρος, η καταιγίδα πεθαίνει στ’ απομεινάρια αλλά υπάρχουν ακόμα σταγόνες βροχής. Aυτό το μέρος πεθαίνει, κάποια μέρα ένα υποτυπώδες όργανο μετά ανύπαρκτο.

12.12.2012

Ο Ένοικος 19

Κάποιος μήνας, εβδομάδα και ημέρα του 1989.  Είμαι μεθυσμένος εδώ και ούτε ακόμα είκοσι. Ένας άβουλος, χαμένος, πεταμένος χρόνος ακόμα και τώραδιατηρημένος μέσα στα χρόνια. Θέλω τόσο πολύ να δείξω σε όλους εδώ ότι μετράω, ότι είμαι έξυπνος, ότι δεν είμαι η ανθρώπινη εκδοχή μιας συσκευασίας ψωμιού στριμωγμένης στον φράχτη ο οποίος τώρα αλλάζει χρώματα που ξεπετάγονται με τέτοια ένταση σ’ αυτό το μέρος/ακόμα αλλάζει όπως τον ανακαλώ. Στην πίσω αυλή το πάρτυ για τον φίλο του αδελφού μου που είχε χαθεί για καιρό και έλεγαν ότι είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα σε κάποια πρόσφατη χαλασμένη χρονιά της ζωής. Αλλά εδώ, σ’ αυτό το τώρα/τότε/για πάντα εκείνος είναι στα είκοσι και κάτι κι εγώ ένας χαμένος 19άρης, ένα αγορίστικο/αντρικό άβουλο μυαλό σε δοχείο με κατάθλιψη μεθυσμένο στο ανοιχτό μπαρ λίγο πριν τη σκοτοδίνη. Αυτό το μέρος είναι για πάντα μελαγχολία, ένα κάποτε ευχάριστο μέρος στον χρόνο που θα δηλητηριαστεί από τους φόβους μιας αδιευκρίνιστης ακόμα ζωής, που θέλει τόσο πολύ να εξελιχθεί, να σχηματίσει μια αίσθηση του χώρου ακόμα και σαν φυλαγμένη για πάντα κούκλα του εαυτού του από το παρελθόν. Η αυλή έχει βρωμιές και κόσμο, τώρα καθαρή από κάθε λεπτομέρεια, μεταφέρομαι απλά σε κάποιες συζητήσεις άηχες τώρα  σ’ αυτή την ατελή περιγραφή του μέρους που δεν μπορεί να αυτοκατασπαραχθεί, ένα κομματάκι τροφής που έχει κολλήσει στα δόντια της μνήμης μόνο , περαστικό και πόνος από σκορπιό σε καταστολή που ακολουθεί ο άλλος ένοικος αυτού του σώματος. Τώρα γυρίζω βόρεια σ’ αυτό το παλάτι της ανάμνησης από στηρίγματα και ανασφάλεια, αυτό το εσωτερικό στρώμα που προβάλλεται σε συνάψεις και σ’ ένα είδος χημείας και ανάκλησης. Ο ουρανός είναι κόκκινος σαν να μαίνεται μια φωτιά στους λόφους που τώρα περιορίζονται σε λίγες γραμμές και σκιά, αυτό δεν έγινε ποτέ, αυτό είναι λάθος, ζωηρό σαν αίμα, φωτεινό σαν ωμή πληγή. Σύντομα σ’ αυτό το μέρος θα είμαι μια αποκρουστική κούκλα που θα κινητοποιείται ενώ κοιμάμαι, το σώμα μου ένα αυτοκίνητο που ξερνάει ανοησίες, θέλοντας τόσο πολύ να αποδείξει ότι υπήρχε κάποια πιθανότητα εδώ/εκεί, κάποια καταραμένη αίσθηση ενός ξεκάθαρου γίγνεσθαι με την οποία ευθυγραμμίζονται τα επόμενα χρόνια. Σύντομα θα έρθει η περιπλάνηση, μετά η πρόσκρουση σ’ έναν φράχτη ένα μίλι μακριά στα κρύα σπλάχνα της νύχτας. Ο κοιμισμένος οδηγός σ’ αυτό το μέρος περνάει απαρατήρητος, κοντά, ένα ακόμα ποτό, μια ακόμη συζήτηση, θα κάνω κάτι σ’ αυτή τη ζωή. Όλα αυτά επιπλέουν κομμένα σαν κορμοί εδώ καθώς η φωτιά εξαφανίζεται και η βασική γεωμετρία του πάρτι επιμένει, σε κίνηση παρόλο που ξεθωριάζει.

5.12.2012

Oι Λεπτομέρειες (Δεν Έχουν Σημασία «Eδώ»)

Φθάνω καθυστερημένα εδώ. Για πάντα. Eίναι κάποια στιγμή του 1987 ή 8. Aργώ για πάντα σ’ εκείνο το μάθημα εδώ. Το στόμιο του εκτοξευτήρα κρατάει ακόμα ανοιχτό το παράθυρο του παλιού κόκκινου αυτοκινήτου αργότερα πλέουν κάπου σε κομμάτια χρόνου θα είναι ένα απαίσιο ραντεβού όπου θα βρέχει από το πουθενά και ο εκτοξευτήρας θα πέσει στο δάπεδο κάνοντας μούσκεμα εκείνη τη νέα γυναίκα τώρα για πάντα μια χαραγμένη απουσία στο κάθισμα ενός περιπλανώμενου παρελθόντος. Aργώ. Tο μάθημα είναι στις δέκα π.μ. ή ήταν στις 11 (οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία «εδώ»… ο ουρανός μοιάζει με άσφαλτο και έχει το τελείωμα της βιαστικής πινελιάς ενός παιδιού…). Tο κόκκινο αυτοκίνητο είναι τώρα ένα τρελλό ανακάτεμα γεωμετρικών σχεδίων και μετά φόρμας, ένα ανατιναγμένο παιχνίδι ο χώρος ενός κάποτε απτού και υλικού πράγματος. Όμως καθυστερώ σ’ αυτή την ηλικία και θα έπρεπε να υπάρχει εκείνο το αγόρι, εκείνο που έφθανε στο μάθημα πριν από μένα, εκείνο που ήταν στην ώρα του, 9:57 και έντονα κατηφορικά βήματα μέχρι τη δική μου 10:02 και το έδιωξε από την τάξη εκείνος ο μοχθηρός άντρας που ίδρωνε και μας μισούσε όλους επειδή ήμασταν ό,τι δεν θα μπορούσε να γίνει, επειδή είχαμε πιθανότητες να κάνουμε στο μέλλον κάτι πέρα από αυτόν τον μικρό κόσμο. Γυρίζω τώρα και προχωρώ σ’ αυτό το μέρος της μνήμης και το αυτοκίνητο λείπει… ο χώρος στάθμευσης τώρα κλυδωνίζεται ανολοκλήρωτα… η βορειοδυτική πλευρά ένα αποκομμένο σβύσιμο τώρα… ουρανός τώρα αστέρια, μετά σύννεφα, μετά ένα μουντό γαλάζιο κάποιας στιγμής. Θα θυμάμαι αργότερα αυτό το μέρος περνώντας μπροστά από το βαρετό τίποτα της κεντρικής κοιλάδας, σε κάποια σχέση με μια μη Eυκλίδεια γεωμετρία ακόμα κι όταν έχανα εκείνα τα μαθήματα, θα γίνει ιδέες ενός γεωμετρικού χρόνου, εδώ μια μελλοντική μέρα ένα άλλο νησί του παρελθόντος τώρα. Για την ώρα γυρίζω δεξιά για να δω το αυτοκίνητο σαν μία κόκκινη κουκίδα σε μια αδύνατη ανάκληση. Αυτό θα είμαι σύντομα για πάντα καθυστερημένος, μια βαρετή μέρα ανάμεσα από εκατοντάδες αυτό το κομμάτι τυριού στον χρόνο και μια ζωή. Tώρα κοιτάζω μπροστά εκείνον τον συμμαθητή, σίγουρα ένας αντικαταστάτης ανάμεσα σ’ εκατοντάδες ξένους.

Mετάφραση: Δήμητρα Iωάννου

Leave a comment