(εμπνευσμένο από το «Σαλόνι» της Sophie Robinson)
Μετάφραση: Δήμητρα Ιωάννου
δώσε μου τα χέρια σου: εδώ που είμαστε παγώνουμε, τα άκρα ξεπροβάλλουν χορεύοντας αργά, ήσυχες αυτές οι κουζίνες όπου δίνουμε ζωή η μία στην άλλη, η νυχτερινή ψυχή στερεοφωνική, σκοτεινή, κάθε παύση και αναμονή, σωμάτων συγχρονισμένων στο έπακρο, για μας, η ξεθωριασμένη διακόσμηση έχει τα στολίδια της, συνεχίζουν να κινούνται, αλλάζουν τα χαρακτηριστικά της μορφής μας, αυτό που φαίνεται γίνεται πεδίο επικοινωνίας, η μοναδική θέρμανση, ακτινοβολώντας ανάμεσά μας όπως εκτοπιστήκαμε, κι όμως το κρύο έρχεται μέσα: ακούστε, εντατικά, από τα στόματά σας κρέμονται πάγοι, τα βιβλία σας μετατρέπονται εύκολα σε όπλα· να κυλίσουν τα δάκρυα, οι θερμικές στήλες, τα γυάλινα παγούρια με τα οποία ζούμε. ήθελα να σας μιλήσω για το ποίημα της Σόφι στο σαλόνι, το χιόνι εισχωρεί, μητέρες τον χειμώνα, χωρίς εκείνες διεκδικούσαμε στους δρόμους αυτά που θ’ αποσπούσαν βίαια από τις τσέπες μας, αντλώντας τον πλούτο από τους μέλλοντές μας, τη μελλοντική σκέψη μας, η φωτιά για την οποία τραγουδούσαμε υψωνόταν στην Πλατεία Κοινοβουλίου, τα φορέματα όπως πάντα ακατάλληλα, ο χρόνος επιβραδυνόταν ενώ μαθαίναμε πώς να κινούμαστε ανάμεσα στο κρύο και στα άλογα και στις ειδικές δυνάμεις καταστολής. δεν ήταν ρομαντικό: όλα όσα πιστέψαμε & χάσαμε και σήμερα εδώ/τώρα: τούβλα, βικτωριανά αντικείμενα, σκορπισμένα δοκάρια & τα παράθυρα χτυπούσαν μεταξύ τους μέσα στις φλόγες. στο ποίημα τα δάκρυά μας κοινά, στο πάτωμα έχει στρώσει χιόνι, το μικρό χρυσό βιβλίο γίνεται χώρος για δράση. στους χώρους εργασίας, όπου έχουμε καταδικαστεί να παραμείνουμε, κρέμονται τώρα παγοκρύσταλλοι, γράφεις γι’ αυτό μέσα στο τώρα γνωρίζοντας πως μπορεί να περάσει καιρός μέχρι να βρεθεί, απέξω η χώρα αντικρύζει την κουζίνα και τα βράδια είναι μακρόσυρτα, αλλά τότε αγωνιούσαμε, εμείς οι απειθάρχητες και φοβισμένες σκύλες, δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος της επίθεσης. οι μητέρες μας, οι μητέρες τους χάρισαν τα κοσμήματά τους στις ριψοκίνδυνες ιστορίες που ζωντανεύουν τα χορευτικά μας βήματα, τα καταπονημένα μας χέρια & τις φούστες μας. ο καπνός ανάγκασε τη σκέψη του ποιήματος να βγει στην επιφάνεια, ήταν φυσικά το 2010, δεν ξεχνάμε πώς ήταν τα νιάτα μας, οι τρέλλες & οι εξεγέρσεις μας & πώς κατέκλυζαν τους δρόμους εκείνα τα χρόνια. κι όμως, μέσα σ’ αυτή την παγωνιά, στηρίζουμε η μία την άλλη: όλες οι ονειροπολήσεις της νύχτας χάθηκαν, οι συζητήσεις δεν οδηγούν πουθενά, τα κύματα παγώνουν, χείλη διαγράφονται στη δυνατή φλόγα, σου φαίνεται ωραίο, όμως οι περισσότερες από μας λείπουν. κενά σημεία στο δικτυωτό πλέγμα από μόρια, νερό, αλάτι, κέλπιες. καθώς διαβάζεις, αφουγκράσου πλακόστρωτα να σκάβονται, η μυρωδιά της βενζίνης. όταν η πλοκή της Ιστορίας αρνείται να βγάλει νόημα, να θυμάσαι, φωτογραφίες τις οποίες κανένας δεν έχει τη διάθεση να εξηγήσει και σε σημαδεύουν.
*
Nat Raha is a poet and queer/trans activist, based in Edinburgh, Scotland. Her poetry includes the collections of sirens, body & faultlines (Boiler House Press, forthcoming), countersonnets (Contraband Books, 2013), and Octet (Veer Books, 2010), alongside numerous pamphlets. She is currently completing a PhD in queer Marxism and contemporary poetry at the University of Sussex. Nat’s essay, ‘Transfeminine Brokeness, Radical Transfeminism’, appears in the South Atlantic Quarterly, and she is the co-editor of the Radical Transfeminism zine.
Το ποίημα (after Sophie Robinson’s ‘Parlour’) της Nat Raha δημοσιεύτηκε στο τεύχος «Realities and the rituals of the upside down» του A) GLIMPSE) OF).