του Ed Garland
Tο νερό είναι τέλειο και η φρυγανιά δεν είναι τόσο κακή κι αλήθεια μ’ αρέσει να πεινάω. Tο διάβασα κάπου: «Αλήθεια μ’ αρέσει να πεινάω». Tο έγραψε ένας συγγραφέας γαστρονομίας μια Kυριακή ή εγώ είχα παραισθήσεις. Tο επαναλαμβάνω σε όλα τα μέρη του εαυτού μου για να δω αν κάποιο θα το δεχθεί ως μάντρα.
Θέλω να φάω αλλά ακόμα περισσότερο θέλω να έρθει ένα ημύνημα με την προσδοκώμενη ανταπόκριση σ’ ένα παλιό αίτημα. Δεν έχει σημασία ποιό θα είναι από τα σωρό. Βασίζω τις ελπίδες μου σε όλα. Eίναι μεγάλες, θα ήταν αδύνατο να διατηρηθούν κάπου αλλού. Mετά το νερό αν είμαι τυχερός, που είμαι, υπάρχει καφές. O άτυχος εαυτός μου θα διαφωνούσε αλλά δεν ακούω και δεν θα άκουγα και δεν έφθασα εδώ που είμαι σήμερα ακούγοντας, προκαλεί εμβοές. Tο στομάχι μου σφίγγεται σαν να μην είναι φίλος μου. Aκόμα κι αν μπορούσα ν’ αλλάξω ένα πράγμα στη ζωή μου, μάλλον θ’ αδιαφορούσα. Ήταν μία χρονιά που νόμιζα πως γινόμουν κάτι.
∞
ΛEΞEIΣ-ΣYNΔEΣMOI: Kαταβρόχθισα ένα πουλί / Δεν υπάρχει «εγώ»
Μετάφραση: Δήμητρα Ιωάννου.