ΧΩΡΙΣ ΑΓΓΙΓΜΑΤΑ

από τον Urban Belina

Photographer Radovan Čok.

Ακόμα κι όταν ερχόσουν, όποια κι αν ήταν η περίσταση, υπήρχε ένα Όνομα. Και χορεύαμε, τουλάχιστον ανάμεσα σε λέξεις αποσπασμένες από δύο ενδο-διαστήματα, από το μέσα όπου τίποτα δεν υπάρχει. Και χορεύαμε (μιλάγαμε) και χορεύαμε (μιλάγαμε πιο πολύ). Και ο κόσμος μου υγράνθηκε και  προσπάθησε να γευτεί τον δικό σου και χορεύαμε και συνεχώς υγραινόταν και λύγιζε και χορεύαμε, χορεύαμε το ίδιο, ακόμα κι αν δεν αγγιζόμασταν και οι κόσμοι αναδιπλώνονταν στον εαυτό τους, μπροστά, από την εσωτερική και εξωτερική πλευρά, και το μουρμούρισμα των λέξεων έκαμπτε τη γλώσσα και συνεχίσαμε να χορεύουμε, ακόμα κι αν δεν είχαμε λέξεις για το άγγιγμα, ακόμα κι αν δεν υπήρχε χώρος ανάμεσα στα διαστήματα, αν και ο κόσμος καμπτόταν, και ο κόσμος καμπτόταν, αυτά τα δύο διαστήματα δεν αγγίζονταν ποτέ πραγματικά και απομείναμε μόνοι στα ενδο-διαστήματα όπου τίποτα δεν υπάρχει. Και χορεύαμε. Η λέξη έρεε και έρεε, ορμητική και δοξασμένη, την απεχθανόμασταν αυτή τη λέξη. Δεν μπορούσε να δώσει στα μάτια μας βλέμμα, δεν μπορούσε να μας κάμψει έτσι ώστε να αγγιχτούμε, να δούμε τη λάμψη στο χρώμα των ματιών μας. Ποθούσες να γίνεις λέξη, να χαϊδέψεις το άγγιγμα του ονείρου; Ποθούσα να γίνω ένα βουητό που θα έδινε στη λέξη την ξύλινη τραχύτητα ενός αδέξιου αγγίγματος ανάμεσα σε δύο σκληρές μεμβράνες κόσμων; Και η γλώσσα χόρευε προσπαθώντας να διεισδύσει σε μία ενιαία εμπειρία πριν από την ενότητα. Και χορεύαμε (μιλάγαμε). Kατά καιρούς φαινόταν ότι ο ένας κόσμος κατάφερνε να τεντώσει την κοσμική μεμβράνη τόσο ώστε να ακουστεί η άηχη συχνότητα της πρόστριψης δύο σκληρών δερμάτων: τραχιά, ζεστή και διαπεραστική. Και πάλι ήταν ελάχιστες. Eλάχιστες λέξεις, πολλές λέξεις υπάρχουν στις γλώσσες, όμως και πάλι δεν είναι αρκετές όταν ποθώ να μ’ αγγίξουν. Και χορεύαμε. Και οι λέξεις χόρευαν σε δαχτυλίδι, το μαγικό τραγούδι είχε ξεχαστεί από καιρό και ξέχασες πώς να το επαναφέρεις στη ζωή. Έτσι το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να χορεύουμε (να μιλάμε). Τα ενδο-διαστήματα ήταν πολυάριθμα, είναι αμέτρητα, κι όμως πάλι σε καθένα απ’ αυτά μόνο εγώ βρίσκομαι, αν και βλέπω πολλές σκέψεις ν’ αγγίζουν ένα από τα αμέτρητα ενδο-διαστήματα των ονείρων, λήθη ή μη-χρόνος.

Photographer Maja Uplaznik Pantar.

Πάντα μόνοι. Και χορεύαμε. Και υπήρχε νερό. Και ήλιος. Και εικόνες λήθης και μη-επιστροφής. Και κύκλος. Και χορεύαμε. Αλλά το νερό μου δεν γνώριζε σε τι μορφή ήταν το νερό σου. Και η φωτιά μου ήταν πιο κοντά στον ήλιο σου ενώ ο ήλιος μου έλαμπε στον αέρα των δέντρων σου χωρίς να προσεγγίζει ποτέ τα ίδια τα δέντρα. Και χορεύαμε και στροβιλιζόμασταν (μιλάγαμε και κουβεντιάζαμε). Και υπήρχε ένα ποτάμι, ένα ζωντανό ποτάμι. Και οι δύο το γνωρίζαμε. Το ποτάμι μου ήταν γεμάτο νερό· το ποτάμι σου ήταν γεμάτο νερό. Όμως το νερό δεν είναι ίδιο στον κόσμο μου όπως δεν είναι ίδιο σε κανένα από τα αμέτρητα οράματα των ενδο-διαστημάτων, το καθένα έχει διαφορετικό νερό. Και το νερό μου δεν συνάντησε ποτέ το νερό σου και στο νερό σου δεν θα πλυθώ ποτέ. Aπ’ ότι φαίνεται θα ήταν ωραίο να κολυμπήσουμε στο ποτάμι που γνωρίζουμε και οι δύο, γεμάτο δικό σου νερό.

Αλλά πιο πιθανό θα ήταν να κολυμπήσω στις μαλακές κροκάλες μιας ξεραμένης κοίτης, παρά να βρω το νερό σου: λέξεις, λέξεις, χορεύουν, ποτέ δεν δείχνουν τον δρόμο για το νερό σου, αν και ξέρω τον δρόμο για το ποτάμι δεν θα βρεθεί το νερό. Πηγαίνω συχνά στο ποτάμι. Συχνά ποθώ να κολυμπήσω στο νερό σου όμως πάντα βρίσκω νερό που γνωρίζω, δεν υπάρχει ποτέ εκεί κάποιο άγνωστο. Έχω συναντήσει πολλά νερά, όμως τα δικά σου παρέμειναν και θα παραμείνουν κρυφά, η μαγεία της γοητείας έχει ξεχαστεί. Ίσως έρθω στα νερά σου όταν έρθεις εσύ. Και δεν θα ξεχάσεις πια τη λέξη χωρίς λέξεις. Και τον χορό· η μνήμη του χορού παραμένει (Ήταν κάποτε ομιλία). Οι λέξεις επιχειρούν ακόμα να τεντωθούν σε τέτοια έκταση ώστε χάνω τον εαυτό μου στον κόσμο μου και εσύ στον δικό σου. Yποτίθεται ότι ο κόσμος της μοναδικότητας προέκυψε από έναν άνθρωπο. Πως έγινε εμείς οι δύο, εγώ κι εσύ, να χαθούμε στο διάστημα του ατομικού κόσμου; Και χάθηκα. Και χάθηκες. Κι ο κόσμος εξακολουθεί να διευρύνεται ορμώμενος από τις δικές του βουλήσεις, ανεξάρτητα από τις δικές μου βουλήσεις και επιθυμίες, είχε απελευθερωθεί με το πρόσχημα της αποστολής, και τώρα προσπαθεί να κατακτήσει το διάστημα, τον χρόνο και τη λέξη που χαρίζει πρωταρχική δημιουργία. Και κατακτά λέξεις, λέξη μετά τη λέξη κατακτά τη γλώσσα και όσο περισσότερο την κατέχει, αυτή τη γλώσσα, τόσο λιγότερο την κατέχω εγώ. Και όσο περισσότερο γίνεται δική του, τόσο λιγότερη δύναμη έχει να διευρυνθεί. Όμως δεν προσέχει πια, δεν έχω προσέξει και δεν έχεις προσέξει ότι η λέξη που κάποτε ήταν η πηγή κάθε δημιουργίας, τώρα απο-δημιουργεί, καταστρέφει, διαβρώνει. Aπομυζά δύναμη η υπερβολικά διευρυμένη και χρησιμοποιημένη λέξη, άδειασε και τώρα παίρνει δύναμη, τη δική μου δύναμη, τη δική σου δύναμη, τη δύναμη του κόσμου που μάταια εξακολουθεί να διευρύνεται προς απροσδιόριστες κατευθύνσεις· δοκιμάζοντας την αυτο-κίνηση κλέβει την εγγύτητα, λες άγγιγμα και η λέξη άγγιγμα παίρνει τη μαγεία και τη δύναμη ενός μακρινού αγγίγματος. Θέλει ακόμα να αγγίξει τον άλλο κόσμο και όπως συνεχίζει να πλησιάζει, ο άλλος κόσμος διευρύνεται αυθαίρετα προς την άλλη πλευρά του διαστήματος. Kαι το νερό μου εξακολουθεί να ρέει στο ποτάμι μου και το νερό σου να κελαρύζει εκεί που δεν μπορώ να το δω, εκεί που δεν μπορώ να το αγγίξω. Kαι οι κόσμοι κατακτούν χρόνο και διάστημα και γλώσσα, μαθαίνουν για την αίσθηση, το μεγάλωμα, τη ζωή και το μόνο που προσδοκούν είναι μία, μοναδική τραχιά στιγμή αγγίγματος, όχι την αιώνεια ένωση, όχι τον ιερό γάμο, θέλουν μόνο να αισθανθούν μια φευγαλέα ρωγμή στο τυχαίο σημείο της ατέρμονης μεμβράνης του πόθου. Mερικές φορές έχω την εντύπωση πως ακούω, τουλάχιστον για μια στιγμή, τις κελαρυστές ρωγμές του αγγίγματος σαν να τα κατάφεραν οι κόσμοι. Όμως αυτό είναι το κελάρυσμα των εξαντλημένων σκέψεων του δικού μου κόσμου, όπως πηδάνε με θλίψη στο Ποτάμι της Λήθης, απελπισμένες, κενές, άχρωμες, αφού τις απορρόφησε η λέξη, αφού τις κακοποίησε η γλώσσα, όπως παραιτούνται και αντηχούν για αποχαιρετισμό κάτι που μοιάζει με αυτό το πράγμα όπου τίνει όλος ο απέραντος κόσμος. Aντηχώντας τον παρεμφερή ήχο της στιγμής του αγγίγματος που προκάλεσε ο πόθος ν’ αγγίξεις έναν άλλο κόσμο, ο οποίος αργότερα προδώθηκε, ξέφτισε και εξευτελίστηκε, αποχαιρετάς τον τελευταίο τραχύ ήχο και αναδιπλώνεσαι στη λήθη.

Photographer Radovan Čok.

Σκέφτομαι το νερό και τη φωτιά σου και ο ήλιος μου εξακολουθεί να λάμπει μόνο στον αέρα που παίρνει τούφες από τα δέντρα σου που περιβάλλονται μόνο από τη λάμψη του δικού σου ήλιου. Mήπως οι σκέψεις σου ηχούν το ίδιο απελπισμένες και μόνες; Ίσως έχεις χαθεί στον κόσμο σου όπως ξεπέρασε τον σκοπό του και υπάρχει τώρα μόνο για να υπάρχει και τριγυρίζεις γύρω από τα αποσπάσματα ενός μεγάλου κόσμου αναζητώντας τα δικά σου κομμάτια, σκέψεις που κάποτε ήταν εσύ, συναντώντας εικόνες που είχαν ξεχειλίσει και ακρωτηριαστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνουν αγνώριστες. Kαι σκέφτεσαι τον αέρα μου, τον ήλιο μου, τις ανταύγειες του νερού μου, όλα αυτά τα οποία δεν θα γίνουν ποτέ δικά σου και εξακολουθείς να νοσταλγείς χωρίς αγγίγματα.

ΛΕΞΕΙΣ-ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: η Αλίκη κοίταξε μέσα από το γυάλινο μάτι του μικροσκόπιου και είδε ένα άλλο μάτι

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Mετάφραση: Δήμητρα Iωάννου

Leave a comment