του Αποστόλη Αρτινού
-«Ίδιος με χλόη που σφύζει σε γη δική σου.
Όπου το φως ανθεί.
Πριν ορισμούς ορίσει και κατακλύσει ορίζοντες.
Μη φοβηθείς το λαμπερό σκοτάδι μου που καίει»
-«Όλες οι φλόγες πάνω στη γη είναι πένθιμες.
Άκουσε!
Όλες οι γλώσσες τους κραυγές.
Δες!
Σε γυροφέρνουν»
-«Γράφε με»
-«Εγγράφεσαι.
Με τις σκιές που αφήνεις καθώς οι φλόγες σε γυρεύουν.
Σπαράζουν πάνω σου.
Κοίταξε!
Άσε την όραση αυτή να τυφλωθεί»
-«Να τυφλωθεί.
Μια τελετή που στον ρυθμό σου αργοσβήνει
αλλά δεν σβήνει»
-«Τ’ αγαπημένα μάτια λυπημένα;
Πως γίνεται αυτό;
Πως γίνεται οι λέξεις σου να σπάνε στην αφή μου;
Οι πόροι σου;
Αλμύρα;
Το αίμα σου;
Οι νύχτες και οι μέρες σου;
Άκου …
η λέξη σου…»
-«Η λέξη…
η λέξη ακυρώνει την αφή.
Ενεργοποίησε την αφή.
Απόσβησέ την.
Τα δάκτυλά μου,
τα χέρια μου.
Εντεινόμενη αφή.
Τα χέρια μου.
Στις άκρες των χεριών μου».
-«Είναι σαν να’ χεις κλειδώσει τις αρθρώσεις. Να εξαρθρώνεις τον ρυθμό. Μ’ έναν
αργό βηματισμό.
Αργά».
-«Κλώνος».
-«Είμαστε κλώνοι της οδύνης.
Μία αργή μηχανική μεταμόρφωση.
Συμμορφωνόμαστε σε συμπεράσματα.
Πάλιν αυτό μας κατέχει»
Ύστερα ακούγεται μια σιωπή. Η συνδεσμολογία μιας μηχανής. Το χέρι που γράφει.
Γραφή.
Αυτός δεν θυμάται. Η πρόνοια του κειμένου κατέγραφε για λογαριασμό του. Ο διάλογος
είχε κάπως έτσι:
-«Σκοπεύω να ταυτίσω αυτό το μουσικό κουτί με τον μελλοντικό αποχωρισμό μας»
-«Κι’ εγώ θα τραγουδώ στην μουσική του»
-«Θα σε αγγέλλω στη σκηνή»
-«Θα σου χορεύω»
-«Θα σου πετώ ονόματα από κάτω να τρομάζεις»
-« Άκου!
Γράφει κανείς;
Ακούω γράμματα να σβήνουν και να γράφονται»
-«Τα ίχνη από βήματα στο δάπεδο, γραφή.
Οι ήχοι απ’ το μουσικό κουτί, γραφή.
Και ότι γράφεται δεν ζει κι εσύ πεθαίνεις»
-«Μαύρο, απύθμενο, μελάνι»
-«Γι’ αυτό να γράφεις μ’ ενοχή για την ζωή»
-«Για την γυμνότητά της που’ ναι ορατή»
-«Περίκλειστη μες’ την γυμνότητά της»
-«Νεκρόφιλη»
-«Φυτεύει λέξεις μες’ τα σώματα»
-«Μαύρες τουλίπες»
-«Υγρές,
στο μέσον της ερήμου»
«Όπως το λες»