ΑΠΟ ΤΑ «ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙΑ» ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ «ΚΕΝΤΗΜΕΝΗ»
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010-ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2011
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΠΗΓΗ: 4 ποιήματα από τη συλλογή «Σύντομα στο καλοκαίρι θ’ αποχωρήσω» της Αν Γιάντερλουντ. Αναδημοσίευση από το τεύχος 7 του «Typo Magazine» και το «The Green Issue» του «The Fairy Tale Review».
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
• Το ηχητικό έργο «Bud-bou-ki» των Γιάννη Σαξώνη και Ελεάννας Χωρίτη σε σύνδεση με την λέξη «μπουμπούκια»
• Το εικαστικό έργο «Virgin» των Λάκη και Άρη Ιωνά σε σύνδεση με την λέξη «παρθένα»
• H φωτογραφία «Silver» των Λάκη και Άρη Ιωνά σε σύνδεση με την λέξη «ασημένια»
• Η πρόζα «Γεωγραφία» της Δήμητρας Ιωάννου σε σύνδεση με την λέξη «κεντημένη»
Υπήρχε ένα θρησκευτικό κείμενο που μεταφράστηκε στα σουηδικά στο μοναστήρι Βαντστένα γύρω στο 1420. Ονομάστηκε «Η παρηγοριά της ψυχής». Μερικούς αιώνες αργότερα η Σουηδή ποιήτρια Αν Γιάντερλουντ το χρησιμοποίησε σ’ ένα βαθμό σαν κείμενο-πηγή για να δημιουργήσει την ποιητική συλλογή «Σύντομα στο καλοκαίρι θ’ αποχωρήσω» (1990). Κι έκανε ένα μυστηριώδες κολάζ από διάφορες φράσεις που διαβάζονται σαν αλληγορίες ενώ δεν είναι.
Το aglimpseof 06 αναδημοσιεύει τέσσερα από αυτά τα ποιήματα. Το πρώτο και το τέταρτο παρουσιάστηκαν στο τεύχος 7 του «Typo Magazine», ενώ το δεύτερο και το τρίτο δημοσιεύτηκαν στο «The Green Issue» του «The Fairy Tale Review». Όλα τα ποιήματα μεταφράστηκαν από τον Σουηδό συγγραφέα Γιοχάνες Γκέρανσον. Όπως επισημαίνει στο βιβλίο «Brothers and Beasts An Anthology of Men on Fairy Tales» (σε επιμέλεια της Kate Bernheimer, Wayne State University Press, Detroit, Michigan, 2007): «Αφαιρώντας το ερμηνευτικό πλαίσιο της αλληγορίας, (η Γιάντερλουντ) δημιουργεί μια εμπειρία που δεν είναι ούτε συμβολική ούτε νατουραλιστική – είναι μια έντονη εμπειρία της επιφανειακότητας».
∞
Από τη συλλογή
ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Θ’ ΑΠΟΧΩΡΗΣΩ
4 ποιήματα της Ann Jäderlund.
Η μεγάλη κοιλάδα είναι ένας απέραντος μαργαριταρένιος καθρέπτης. Εκεί βαδίζει ο μεγάλος νεκρός κύκνος στο νεκρικό του σάβανο. Κι εκεί περπατούν τα μαργαριταρένια παιδιά. Ή το εύθραυστο έκθετο περπατά βαριά. Που μεγαλώνουν από τον λαιμό της παρθένας μητέρας. Οδήγησαν τον κύκνο σ’ ένα δάσος κι έβαλαν όμορφες λευκές μαργαριταρένιες πέτρες στην πλάτη του. Πήγαινε τώρα και φάε αυτά που πήρες από τους κύκνους. Τότε κάποιο σηκώθηκε κι έκοψε ένα κλαδί από το δέντρο κι άρπαξε ένα φλεγόμενο κλαδί και το έχωσε στον λαιμό της. Και τον έτριψε τόσο πάνω ψηλά όσο και κάτω χαμηλά. Μέχρι που η σάρκα του κύκνου έπεσε σε μια όμορφη μάζα. Για ένα διάστημα ο κύκνος κοιμόταν ξαπλωμένος στους θάμνους. Και μαύροι έμποροι ήρθαν καβάλα στα μαύρα μαργαριταρένια άλογά τους. Τότε πήραν τον κύκνο και τον αιχμαλώτισαν.
∞
Βρήκα ένα γυάλινο κρίνο σ’ έναν ομιχλώδη όρμο. Νεκρό χορτάρι κομμένο από τον αγρό. Αδύναμες ακτίνες-πουλιά έκαναν ατελείωτους κύκλους πάνω από τον ξεραμένο όρμο. Ήθελα να κυλήσει κάτι στον λαιμό μου. Νερό μαζεύεται από μια παγωμένη σταγόνα γυαλιού. Βαθιά μέσα στο νοτισμένο φως. Υποτίθεται ότι θ’ αναπτύσσονταν νούφαρα εκεί. Ενός σπάνιου είδους αίματος. Αλλά επίσης με το αφύσικο είδος του θανάτου. Ήθελα να καταπιώ κάτι για να εξοντώσω το είδος. Ήθελα να πέσω στον διψασμένο αγρό. Με το σημάδι της παιώνιας στον καρπό μου. Ή με την ωραία συφιλιδική πληγή φανερά κεντημένη στη λεπτή κλείδωση.
∞
Το πρώτο ρόδο είναι παραλλαγή του δεύτερου ρόδου. Τυλιγμένο με τη ζαρωμένη φλούδα ενός αμύγδαλου. Και συνδεμένο με τα ατελείωτα κανάλια. Σαν μπουμπούκια ήταν αδίστακτα και ανέκφραστα. Γιατί δεν ήτανε ποτέ μπουμπούκια. Αισθησιακών μουσκεμένων μούρων. Απαράλλακτα το ρόδο υπάρχει σα ζαρωμένο ρόδο. Τώρα σταμάτησε να σκοτώνει. Γιατί θα θανατωθεί το ίδιο γι’ αυτό που έκανε. Και συνδεμένο με την ψηλή αίθουσα. Τώρα η όμορφη σάρκα διαχωρίζεται. Τώρα αφαιρούν την ασημένια κλωστή. Από την καρδιά της σκοτεινής φλούδας. Οι ζεστές ρυτιδώσεις του αμυγδαλέλαιου που στερεύει στα κρυμμένα κανάλια του ρόδου. Όπου η καρδιά του ρόδου πάντα πάντα μαραίνεται. Μια σταγόνα αίματος καμφοράς στο νεκρό χέρι της φλούδας.
∞
Κοντά στο ανοιχτό στόμα φυτρώνουν φύλλα σε ξερές δεσμίδες. Μεγάλα βαθυρόδινα φύλλα καμφοράς. Αποξηραμμένα για σένα ανάμεσα στα ήδη νεκρά. Προσεκτικά επιλεγμένα μοτίβα. Οπιούχα με παρθένα μάτια. Αποφλοιωμένα λίγο λίγο. Μέχρι αυτά μόνο να ξεχυθούν στο εσωτερικό σου. Δεν μπορείς ν’ ανοίξεις τους κάλυκές τους. Αλλά αυτό που υπάρχει μέσα στα μπουμπούκια ξεχύνεται και σχηματίζει μικροσκοπικά μπουμπούκια. Η μικρή σκοτεινοπράσινη λεκάνη εκεί κάτω. Στα βάθη των άσχημων βουνών. Όπου η πεθαμένη πέτρινη καρδιά προεξέχει πάνω από τον αφύλαχτο όρμο. Σαν ένα ερημικό σημείο με την κόκκινη καρδιά ν’ ακολουθεί μετά απ’ αυτό.
∞
Απόδοση: Δήμητρα Ιωάννου