της Δήμητρας Ιωάννου
Διακόπτονται, διασταυρώνονται, αχνές, ασύμμετρες, σε όλο το χέρι, γκρίζες. Δεν εξέχουν. Ιχνογραφούν βήματα, τα βήματά μου στο ίδιο μέρος· ανάμεσα στην απόμακρη γεωγραφία και τους σκονισμένους ευκάλυπτους, ανάμεσα στην πλατιά κυκλοφορία και την πυκνότερη σιωπή, ανάμεσα σε δύο ώρες και δύο ώρες. Στην παλάμη ακολουθούν τις γραμμές του δέρματος.
Δεν φανταζόμουν πάνω μου άλλο σχέδιο. Ούτε χάρτης, ούτε αποτύπωμα, πιο πολύ πρόχειρα· ανάμεσα στην ξαφνική πάχνη και τους ακτινοειδείς δρόμους, ανάμεσα στα φωταγωγημένα γήπεδα. Τα αισθάνομαι σε κάθε τρύπημα, αν και δεν είναι ολόκληρα, πολύ μικρότερα· ανάμεσα στη διαπεραστική συχνότητα και την παρατεταμένη ηλιοφάνεια, ανάμεσα σε δύο γαβγίσματα.
Όσο συνεχίζονται, με μουντζουρώνουν.
Αν εξαιρέσεις αυτή τη γραμμή, αυτή τη γραμμή κι αυτή τη γραμμή, δεν πετάγονται άλλες φλέβες. Μερικές φορές θα ήθελα να είναι κεντημένες, κεντημένες πυκνά χωρίς αναισθησία με μερικές κλωστές να κρέμονται· σαν μία από τις ακρότητες της ακινησίας.